Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Golden Dawn (Greece) — Golden Dawn Χρυσή Αυγή Leader Nikolaos Michaloliakos Founded 1 November 1993 … Wikipedia
ADIABENE — Assyriae regio. Suidas et Stephanus scribunt, hanc quoque Mesenen vocari, quod mediô locô inter Euphratem ac Tigrim sita sit, unde et Mesopotamia dicitur. Verum falluntur, uti postea docebimus in Mesene Est autem Adiabene Assyria, proprie sic… … Hofmann J. Lexicon universale
AGIADAE — Hesych. Α᾿γιάδαι τόπος ἐν Αακεδαιμονία, καὶ οἱ βασιλεῖς δὲ οὕτω καλουν̑ται λ᾿πὸ Α῎γιὅος … Hofmann J. Lexicon universale
AMALECH — Latin. populos lambens; vel ex Ebraeo et Syro, populos percutiens; Fil. Eliphaz ex Thamna concubina. Gen. c. 36. v. 12. Erat autem nepos Esau. A quo Amalechitae, pars Idumaeorum vicini Iudaeae, versus meridiem, maledictioni divinitus destinati,… … Hofmann J. Lexicon universale
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
αυτοδιοίκηση — Με τον όρο αυτό εννοείται η αυτονομία των τοπικών οργανισμών, οι οποίοι παράλληλα ή σε συνεργασία με τις κρατικές αρχές ασχολούνται με τις τοπικές υποθέσεις και ανήκουν, σύμφωνα με τον νόμο, σε ειδική κατηγορία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.… … Dictionary of Greek
επώνυμος — η, ο (AM ἐπώνυμος, ον) 1. αυτός που έχει πάρει την ονομασία του από κάποιον ή από κάτι, που έχει ονομαστεί λόγω τού δεσμού του με κάποιον ή κάτι (α. «η Αθήνα επώνυμη τής Αθηνάς» β. «ὁ τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμος, Ευσ. γ. «ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’… … Dictionary of Greek
θεοδαίσια — Αρχαία γιορτή, ανάλογη με τη Θεοξένια. Πήρε αυτή την ονομασία επειδή οι πιστοί συνήθιζαν κατά τη διάρκεια της τελετουργίας να καλούν τους θεούς ή ορισμένους από αυτούς σε ευωχία (δαις δαιτός). Τα Θ. γιορτάζονταν στην Κρήτη, ιδιαίτερα στη Λύττο… … Dictionary of Greek